- ηλεκτριστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ηλεκτρίζει, που προκαλεί ηλεκτρισμό2. διεγερτικός, ενθουσιαστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.